Ο λύκος, η αλεπου και το μέλι

Close-up of head of a red fox, vulpes vulpes, looking straight to the camera licking lips. Detail of predator staring forward looking for a prey. Wildlife scenery in autumn with orange vivid colors.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λύκος και μια αλεπού που την έλεγαν Κυρά-Μάρω. Αυτοί οι δυο παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι σε ένα σπίτι.
Κάποια μέρα ο λύκος και η αλεπού ανέβηκαν σε ένα ψηλό βουνό για να κυνηγήσουν λαγούς.Καθώς κυνηγούσαν ,βρήκαν ένα μεγάλο κιούπι (: πήλινο δοχείο) που ήταν γεμάτο μέλι. Μόλις ο λύκος είδε το μέλι το λιγουρεύτηκε και είπε να το μοιραστούνε και να το φάνε οι δυο τους, όμως η Κυρα–Μάρω, επειδή ήθελε να το φάει όλο μόνη της, πρότεινε να το κρύψουν καλά σε κάτι κοντινούς θάμνους και να πηγαίνουν να το τρώνε κατά διαστήματα, όταν θα ήταν πολύ πεινασμένοι.Το σκέφτηκε ο λύκος και έτσι το έκρυψαν καλά και φύγανε.
Ένα πρωινό που οι δυο σύζυγοι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι τους, η Κυρά-Μάρω ορέχτηκε το μέλι και σκέφτηκε να πάει κρυφά απ’ τον λύκο στο μέρος που το είχαν κρύψει και να φάει μόνη της όσο ήθελε. Για να το πετύχει όμως αυτό έκανε το εξής πονηρό τέχνασμα: Φώναξε ξαφνικά και δυνατά δύο φορές «Ορίστε, ορίστε».Ο λύκος που άκουσε τις φωνές την ρώτησε παραξενεμένος γιατί φωνάζει;
-Η γειτόνισσά μας είναι έξω στην αυλή και με φωνάζει και με παρακαλεί να πάω να βαπτίσω το παιδί της ,του απάντησε η αλεπού.
Και ο απονήρευτος λύκος της είπε «πήγαινε».
Αμέσως η αλεπού άρπαξε την ευκαιρία και έτρεξε για το βουνό, βρήκε το κιούπι, έφαγε αρκετό μέλι και κατόπιν γύρισε χορτασμένη στο σπίτι της. Όταν μπήκε μέσα ο λύκος τη ρώτησε:
-Πώς το ονόμασες το βαπτιστήρι σου, Κυρά-Μάρω;
-«Αρχιστίνη»! είπε αμέσως η αλεπού .Μιάς και έιχε αρχίσει να τρώει το μέλι απο το κιούπι.
Πέρασαν μερικές ημέρες και η αλεπού θέλησε να φάει και πάλι μέλι χωρίς να το μάθει ο λύκος, κι έπραξε τα ίδια:
Φώναξε δυνατά δύο φορές «Ορίστε, ορίστε», και όταν ο λύκος τη ρώτησε γιατί φωνάζει έτσι, αυτή του απάντησε:
– Η γειτόνισσά μας είναι έξω στην αυλή και με παρακαλάει να πάω να βαπτίσω το δεύτερο παιδί της.
Και ο λύκος για ακόμη μια φορά της είπε «πήγαινε».
Αμέσως η αλεπού έτρεξε στο βουνό, βρήκε το κιούπι, έφαγε αρκετό μέλι και κατόπιν γύρισε ευχαριστημένη στο σπίτι της. Όταν μπήκε μέσα ο λύκος τη ρώτησε:
-Ποιο όνομα έδωσες στο παιδί που βάπτισες, Κυρά-Μάρω;
– «Μεσηστίνη»! είπε η αλεπού, επειδή τότε είχε φάει το μέλι που βρισκόταν έως τη μέση του δοχείου.
Αφού πέρασαν μερικές ημέρες, η αλεπού πεθύμησε να φάει ξανά μέλι, χωρίς και πάλι να το μάθει ο λύκος, κι έπραξε για τρίτη φορά τα ίδια:
Φώναξε δυνατά δύο φορές «Ορίστε, ορίστε», και όταν ο λύκος τη ρώτησε γιατί φωνάζει έτσι, αυτή του απάντησε:
– Η γειτόνισσά μας είναι έξω στην αυλή και με παρακαλάει να πάω να βαπτίσω το τρίτο παιδί της.
Και ο λύκος της είπε «πήγαινε».
Αμέσως η αλεπού έτρεξε στο βουνό, βρήκε το κιούπι, έφαγε όλο το μέλι του και κατόπιν γύρισε χαρούμενη στο σπίτι της. Εκεί την ξαναρώτησε ο λύκος:
– Πώς ονόμασες το παιδί που βάπτισες, Κυρά-Μάρω;
– «Φαγοστίνη»! είπε η αλεπού, επειδή τότε είχε φάει όλο το μέλι που βρισκόταν μέσα στο κρυμμένο δοχείο.
Μετά από αρκετό καιρό, ο λύκος πήγε στο μέρος όπου ήταν κρυμμένο το κιούπι με το μέλι, κοίταξε στο εσωτερικό του και το είδε εντελώς άδειο. Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί, γύρισε θυμωμένος στο σπίτι του και κατηγόρησε την αλεπού, ότι αυτή είχε φάει στα κρυφά όλο το μέλι. Η πονηρή αλεπού φυσικά διαμαρτυρήθηκε, αντέστρεψε την κατηγορία και είπε στο λύκο ότι εκείνος είχε κάνει τη ζημιά. Στο τέλος, επειδή δεν τα έβρισκαν, η αλεπού πρότεινε να κοπρίσει ο καθένας τους επάνω σε μια ανεστραμμένη κεραμίδα και όποιου τα κόπρανα θα είχαν κίτρινο χρώμα αυτός θα ήταν ο ένοχος. Και αυτό έκαναν. Πριν όμως εξετάσουν τα κόπρανά τους, η αλεπού σήκωσε το πόδι της προς το αντικρινό βουνό και είπε στον λύκο:
– Κοίτα κοίτα λύκο, σ’ εκείνο το βουνό, κατεβαίνει μια νύφη.
Αμέσως ο αφελής λύκος γύρισε την κεφάλα του για να δει την ανύπαρκτη νύφη και τότε η πονηρή αλεπού με μια γρήγορη κίνηση αντάλλαξε τη θέση των δύο κεραμίδων. Έτσι, η κεραμίδα με τα κίτρινα κόπρανα της αλεπούς βρέθηκε στη μεριά του Λύκου. Βλέποντας ο λύκος την «μαρτυριάρικη» κεραμίδα στο μέρος του, εννόησε τη ζαβολιάρικη πράξη τής αλεπούς, θύμωσε πολύ και άρχισε να την κυνηγάει. Η Κυρα-Μάρω για να γλυτώσει έτρεξε προς την όχθη ενός κοντινού ποταμού, όπου υπήρχαν πολλά δέντρα με ρίζες. Εκεί ο λύκος την πρόφθασε και την άρπαξε απ’ το πόδι. Τότε η παμπόνηρη αλεπού φώναξε:«Άφησε «γάϊδαρε» τη ρίζα και πιάσε το ποδάρι».Όταν άκουσε ο λύκος αυτά τα παράξενα λόγια της αλεπούς σάστισε, συγχύστηκε, μπερδεύτηκε, άφησε το πόδι της κι έπιασε μια ρίζα. Ελεύθερη πλέον η αλεπού απ’ την αρπάγη του λύκου, του έδωσε από πίσω μια γερή σπρωξιά και τον πέταξε μέσα στο ποτάμι, όπου αυτός γρήγορα πνίγηκε.
Και από τότε έζησε η αλεπού καλά κι εμείς καλύτερα.