Η βάπτιση

‘Η τέλεση τού θείου τούτου μυστηρίου, στά παλιότερα
χρόνια, έπαιρνε χαρακτήρα μεγάλης οικογενειακής γιορτής καί πανηγυριού, μέ φαγοπότι γενναίο καί διασκεδάσεις. Σιγά-σιγά όμως, μέ τήν πάροδο τού χρόνου, οί άνάγκες
τής σύγχρονης ζωής καί τά τόσα άλλα έφεραν τή χαλάρωση καί τήν παραμέληση καί τής ώραίας αύτής συνήθειας, ποΰδινε ιστορική βαρύτητα κι’ άξια σέ μιά τέτοια
συγκινητική, μά καί μοναδική, γιά τόν καθένα ιεροτελεστία, όπως αύτή, πού ένα μικρό παιδί — νήπιο άκόμα—
κατεβαίνοντας άπ’ τήν άγκαλιά τοϋ άναδόχου του (νουνό
τόν λένε τόν άνάδοχο στό χωριό) στήν άγια κολυμπήθρα, παίρνει όνομα, το ονομα πού θά φέρνη σε ολη του τή
ζωή, καί συντάσσεται στο Χριστό, στον αρχηγό καί κύριο
τής ζωής, γιά νά τόν έχη πάντα μαζί του, σύντροφο,
συμπαραστάτη κι’ οδηγό.
Μά στά χρόνια αυτά, τά σημερινά, πού ολα γίνονται
τυπικά καί μηχανικά, θρησκευτική άποψη δεν προσέχεται πολύ καί δεν έκτιμιέται όσο πρέπει.
“Οπως κι’ άλλου, έτσι καί στό χωριό, πολλοί άπ’ τούς
άναδόχους (νουνούς, οπως τούς λένε), πού προθυμοποιούνται νά βαφτίζουν μικρά, άλλοι μέν άπό άγαθή προαίρεση
να ασκήσουν φιλανθρωπική πράξη, άλλοι δέ μέ υπολογισμό — τόν υπολογισμό νά καλλιεργήσουν σχέσεις καί δεσμούς, κοινωνικής καί πολιτικής φιλίας, όπως οί περίφημοι κουμπάροι τής πολιτικής τής παλιάς ’Αθήνας —
δέν μπορούν, δέν θέλουν βέβαια νά συλλάβουν τό βαθύτερο νόημα τού θείου τούτου μυστηρίου — τού βαφτίσματος — καί τής ομολογίας πού γίνεται τόσον πανηγυρικά άπό μέρους των — των άναδόχων — γιά λογαριασμό βέβαια των άναδεξαμενιών των, τής ομολογίας πίστης
στόν άρχοντα τής ζωής, τόν Κύριον Ίησοΰν Χριστόν!
Λίγοι είναι κείνοι πού έχουν σαφή άντίληψη τής εύθύνης πού παίρνουν γιά τήν κατά Χριστό διαπαιδαγώγηση των μικρών βαφτισιμιών τους. ’Ελάχιστοι είναι κείνοι
πού θεωρούν καθήκον τους νά παρακολουθούν μέ χριστιανικό ενδιαφέρον τήν ήθική κατάρτιση καί τελειοποίησή
των, σέ τρόπο ώστε, οταν οί μικροί βαφτισιμιοί τους — οί
βαφτισθέντες εις Χριστόν — να μεγαλώσουν, νά ντυθούνε πραγματικά τόν Χριστό καί τήν πανοπλία Του!
Γιά νά μπορέση, μέ τήν πανοπλία αυτή, να  άντεπεξέλθη στόν τραχύ καί δύσκολο άγώνα τής ζωής, κατά
τών σκοτεινών δυνάμεων τού πονηρού — τών άνθρωπίνων
παθών κι’ άδυναμιών — καί, μέ υπομονή, θάρρος ’ έλπίδα, ’ άντιμετωπίση —- μικρός χριστιανός — τις άντιξοότητες καί τούς ανέμους πού τή χτυπούν — τή ζωή αυτή —
καί, νικητής, νά πάρη, στό τέλος,τόν Στέφανο τής Νίκης!
Κατά άρχαιοτάτη συνήθεια, σύμφωνα, βέβαια, καί μέ
τήν εκκλησιαστική παράδοση, βάφτιση στό χωριό γίνεται πάντα στήν έκκλησία πρωΐ-πρωί, νύχτα άκόμα,
τό βράδυ, μετά τό ήλιοβασίλεμα, σάν σκοτεινιάση. Σπάνια δέ, καί σέ έξαιρετικές περιπτώσεις, γίνεται στό σπίτι.
Τό μωρό τό μεταφέρει στήν έκκλησία νουνός (κουμπάρος) νουνά, μέ δύο-τρεΐς άλλους οικείους (γυναίκες
πάντα). καλογριά (νεωκόρος) έχει έτοιμάσει τό νερό κι’
ολα τά σχετικά πού χρειάζεται «παπάς» γιά τήν τέλεση
τού μυστηρίου.
Μά, πριν άκόμα πάει παπάς, καί πριν άκόμα μεταφέρουν τό μικρό, παιδιά τής γειτονιάς, κι’ άπ’ τό συγγενολόι,
πού τάχουν μυρισθή, έχουν κι’ ολας περιζώσει άπό νωρίς
τήν έκκλησία καί τά έπίκαιρα γιά τήν περίσταση αύτή
σημεία — πόρτες, διάβες — τά πιο μάλιστα άπ’ αύτά άξια
καί τολμηρά έχουν διεισδύσει άπό πριν καί μέσα στό ναό.περιμένοντας μέ αγωνία, έκεΐ, τή στιγμή να  άκούσουν ’
το όνομα πού θά χαρίση ο νουνός στό μικρό παιδί, γιά νά
εξαπολυθούν κατόπιν, ολα μαζί, σε ένα φρενήρη μαραθώνιο δρόμο καί ’ ένα άναμεταξύ των σκοτωμό ποιο καί
ποιο νά προσπεράση τα άλλα παιδιά, ποιο καί ποιο πρώτο
νά φτάση στό σπίτι, νά δώση τήν είδηση καί τά συχαρίκια
στούς γονείς καί νά πάρη τό ρεγάλο του — δηλαδή μερικές πενταροδεκάρες.
Πενταροδεκάρες μοίραζε, κείνα τά χρόνια, κι’ νουνός γιά μαρτυρικά σε ολο τόν κύκλο τών συγγενών καί τών
παρισταμένων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.