Κατηγοριοποίηση γεωργοκτηματικών μονάδων

Μέχρι τά 1839 πού έγινε μεταρρύθμιση τού Τανζιματίου, η θεσσαλική γή, σύμφωνα μέ τήν όθομανική νομοθεσία, ήταν γενικά χωρισμένη στις άκόλουθες γεωργοκτηματικές μονάδες: α’) Γαΐες τού δημοσίου τού στέμματος (Έμλιάκι χουμαγιούν, χάς χουμαγιούν). ’σ αύτές υπάγονταν τά βυζαντινά, κρατικά κτήματα, πού μετά τήν κατάκτηση πέρασαν άντίστοιχα στήν κατοχή τής όθομανικής αύλής. Στήν ίδια κατηγορία άνήκουν καί τά κτήματα πού προέρχονταν άπό δημεύσεις όσων πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Τις προσόδους τών κτημάτων έπαιρναν αύλικοί εύνοούμενοι. β’) Γαΐες βακουφικές (Μεβκουφέ = αφιερωμένες). ’σ αύτές υπάγονταν όσα κτήματα άφιερώνονταν άπό τούς πιστούς σε τζαμιά, πτωχοκομεΐα καί γενικά εύαγή όθομανικά ιδρύματα. Στήν ίδια κατηγορία, άλλά μέ “Ελληνες κτήτορες, ύπάγονταν οί έκκλησιαστικές καί μοναστηριακές γαΐες, περιουσία δηλαδή τών επισκοπών καί τών μονών, όση παλιά έπικυρώθηκε άπό τούς σουλτάνους μετά τήν κατάκτηση, κι όση νέα άναγνωριζόταν μέ φερμάνια καί ταπιά άπό τό σουλτάνο τις τοπικές άρχές, πού προερχόταν άπό άγορές αφιερώματα τών χριστιανών, γ’) Γαΐες ιδιωτικές, πού διαιρούνταν σέ: Έρσι χαρατσιέ, δηλαδή φορολογούμενες, μέ κτήτορες χριστιανούς όθομανούς· Άσριγέ, πού σημαίνει δεκατιζόμενες, πού άνήκαν σέ Τούρκους πολεμιστές, εύνοούμενους χριστιανούς εξωμότες καί πλήρωναν τό 1)10 τής ετήσιας παραγωγής των. δ’) Γαΐες τιμαριωτικές ‘Υ ποδημόσιες (Έραζί μιριέ καί “Ερσι Μεμλεκέτ), πού άνήκαν σέ μουσουλμάνους όθομανούς, χωρίς ώστόσο νά έχουν τέλεια κι απεριόριστη έξουσία ’ αύτές νά τις πουλήσουν, νά τις άφιερώσουν καί γενικά νά τις μεταβιβάσουν, χωρίς τή γνώση τής κεντρικής έξουσίας καί χωρίς ειδική αύτοκρατορική άδεια (Μουλκναμέϊ Χουμαγιούν). Τά κτήματα αύτά καλλιεργούσαν οί Θεσσαλοί αγρότες (τσιφτσήδες), πού σχέση τους μέ τούς γεωκτήτες ταν δουλοπαροικιακή: Δέν επιτρεπόταν ’άλλάξουν τιμάριο οί ίδιοι καί τά παιδιά τους. Σέ περίπτωση άλλαγής επαγγέλματος, έκτος άπό τόν έγγειο φόρο πλήρωναν καί διπλάσιο πρόστιμο, γιά ’ άποζημιωθή τιμαριούχος πού έχανε στό έξής τήν καταβολή τής εργασίας τους. Τά είδη των φόρων πού πλήρωναν ήσαν: α’) Οί Νόμιμοι, δηλαδή τό χαράτσι (κεφαλικός) καί δεκάτη (γεωργικός) καί β’) οί Αύθαίρετοι, δηλαδή τό ταπού (έδαφονόμιον), τό ρέσμι τσίφτ (ζευγαριάτικον), τό ντένιμ (στρεμματικόν), τό σαλαριγέ (ίπποφορβή), τό ρέσμι ότλάκ (έννόμιον), τό ρέσμι κισλάκ (χειμαδιάτικο), τό ρέσμι κουβάν (μελισσονόμιον) κ.ά. Οί φόροι είσπράττονταν άπό τούς σπαχήδες καί τούς σουμπασήδες, πού άσκοϋσαν παράλληλα καί τήν άστυνομική επίβλεψη των καλλιεργητών τού τσιφλικιού, καί άπό τούς χαρατζήδες. Γενικά κατάσταση των γεωργών τής πεδινής Θεσσαλίας στά χρόνια τής τουρκοκρατίας ήταν καταθλιπτική. κακοδιοίκηση κι οί αύθαιρεσίες τών τοπικών αρχόντων ήταν ένα μόνιμο καθεστώς, ένώ τά άρμόδια γιά τήν εφαρμογή τών νόμων όργανα τής τουρκικής έξουσίας, άνέχονταν κάθε καταστρατήγησή τους. Ιδιαίτερα σκληρές ήσαν οί βιοτικές συνθήκες τών δουλοπαροίκων πού καλλιεργούσαν τά τσιφλίκια τών Λαρισινών άξιωματούχων καί γεωκτητών. γεωγράφος τής Θεσσαλίας Ν. Γεωργιάδης σημειώνει ένδεικτικά: «Καί ούτω κατά περίεργον τής τύχης συγκυρίαν έπανήλθεν έν τώ θεσσαλικώ πεδίω ανάλογός τις τής κατά τήν αρχαιότητα σχέσεως τών πενεστών πρός τούς κυρίους των. Έν τοιούτοις χωρίοις λοιπόν διεβίωσεν όλους αιώνας έλληνικός πληθυσμός τής θεσσαλικής πεδιάδος, κατορθώσας έν τώ μέσο γόων καί θρήνων, στεναγμών καί δακρύων, νά διατηρήση άλώβητον τόν έθνισμόν, τήν γλώσσαν καί τήν θρησκείαν αύτοΰ». Σωστή μάστιγα τών θεσσαλικών πληθυσμών ήσαν τά μπουλούκια τών στρατιωτών — ’Αλβανών προπαντός — πού στέλνονταν σάν καταδιωκτικά άποσπάσματα έναντίον τών ληστών, πού αλώνιζαν κυριολεκτικά τήν πεδινή καί βουνίσια Θεσσαλία. Οί δυνάμεις αύτές — καθώς γράφει Δ.Κ. Τσοποτός — «δέν ήσαν όλιγώτερον έπιζήμιαι καί άπαίσιαι διά τούς άτυχεϊς γεωργούς. ’Εξ ίσου ώμοί, άπληστοι καί άπειθάρχητοι, έπεδίδοντο εις τάς αύτάς κατά τών άτυχών χωρικών βιαιοπραγίας». Οί συχνές έπίσης άφορίες, οί πλημμύρες τών ποταμών κι ολοκληρωτική έλλειψη έγγειοβελτιωτικών έργων, δανεισμός τών καλλιεργητών κάτω άπό έπώδυνους τοκογλυφικούς όρους, έλονοσία καί οί έπιδημίες, ήσαν μιά χρόνια κατάσταση γιά τήν πεδινή Θεσσαλία, μ’ άποτέλεσμα τή συγκέντρωση τών κτημάτων στά χέρια λίγων τιμαριούχων, τήν άπορρόφηση τής μικρής ιδιοκτησίας καί τήν έξαθλίωση τών γεωργών. Στά χρόνια μάλιστα τού Άλή Πασά (άρχές τού ΙΘ’ αιώνα) διακόσια περίπου θεσσαλικά τσιφλίκια πέρασαν στήν κατοχή τού ίδιου τών γιών του.