Μωρούσα-Μώρα-Ίσκιωμα

Μωροϋσα: “Αμα μάς πλακών’ Μωροϋσα δέ μποροϋμι
νά κινηθούμε- μάς πατάει μπρουστά στού στήθους, εϊνι
βάρους πάνου μας κί κοντεύουμι νά σκάσουμι. Αύτός πού
τούν πατάει μουγκρίζ’- τούν κρέν’ άλλους, τούν ’νάει
άλλά αύτός δέ ξυπνάει οΰτι καταλαβαίν’. “Οντας τούν καταλάβ’ κανένας καί πή τού Πάτερ Ημών τούν περνάει.

 

Το ήσκιωμα παρουσιάζεται τό βράδι στούν ΰπνο ’
μέ πουλλές μουρφές, σά λαγός, σάν άθρωπος μαύρος,
άράπς’ πουλύ άσχημος, μέ μεγάλα νύχια στά δάχτ’λα καί
έρχ’τι κί σι πλακών’ στού στήθους, ’ πιό πουλλές φουρές, όταν κοιμάσι ’ άνάσκιλα. Αυτό τού ήσκιωμα πατάει τούν άθρωπο κι ’σ άλλα μέρ’ στά χέρια, στά πουδάρια, ’σ πλάτις κι στού στόμα, άλλά έπειδή η παλάμη
’τ είναι τρύπια, δεν μπορεί νά μάς κόψ’ τήν άνάσα καί νά
μάς κάν’ κακό, μάς άφήν’ όμως τά ’σμάδια ’ πού τά βλέπουμι μαύρα στά μέρ’ πού μάς πάτ’σι. Αύτό σί πατάει
τόσου πουλύ πού δέ μπουρεϊς νά κουνηθής, αφού μείν’
πολύ ώρα πάνου ’σ φεύγ’ μόνο μι προσευχές.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.