Ό ρόλος της πεθεράς

Έτσι στά χωριά, η κόρη σάν άρραβωνιάζονταν, έμπαινε υποχρεωτικά, άπ’ τήν άλλη κιόλας μέρα — αυτή κι ‘ολο τό σπίτι της γενικά — στήν υπηρεσία καί τό ζυγό των πεθερικών της.Άπ’ τή μέρα αυτή καί πέρα η άρραβωνιαστικιά, έπαιρνε τήν ευθύνη, γιά όλα αυτή νά προνοή καί νά φροντίζη.Πρωΐ – πρωΐ, νύχτα ακόμα, θάπρεπε άπ’ τον ύπνο της νά σηκωθή, γιά νά τούς πάη άπ’ τή βρύση τό πηγάδι τό νερό, νά τούς κουβαλίση υστέρα ,— μέ τις πλάτες της τις πλειότερες φορές — τά ξύλα καί τά τσάκνα γιά προσανάμματα τής φωτιάς κι ότι άλλη δουλειά είχε ανάγκη τό σπίτι τοΰ πεθερού της, άπ’ τά χέρια της έπρεπε νά περάση.Στις άγροτικές τους επίσης δουλειές, πρώτη αυτή πάλι καί καλή νά πρωτοστατήση. Πρωί – βράδυ, αυτή θά πρεπε νά βρίσκεται πάντα στο πόδι, νά παραστέκεται καί νά βοηθάη. Στά χτήματα — άμπέλια καί χωράφια — ξημέρωνε, γιά νά βοηθήση τό γαμπρό καί τά πεθερικά της: Νά σκάψη, νά σκαλίση, νά θιαφίση, νά βοτανίση καί νά δευτερίση.Νά μάση μέ τή παρέα της τόν καρπό — σύκα, μήλα, σταφύλια, στάρι, καλαμπόκι κλπ. — νά πάη καί στό μαντρί —άν είχαν πρόβατα καί γελάδια — νά κατεβή μέ τή μάνα της καί στό ποτάμι νά τούς λευκάνη — όπως λένε — τό πανί, χωρίς ώστόσο καί τις σπιτικές τους δουλειές νά παραμελήση.Αυτή θάπρεπε νά πλύνη τα άπλυτά τους, τα άσπρόρρουχα καί τά σκουτιά τους, αυτή νά τούς ράψη, νά τούς μπαλώση, νά τούς σιδερώση, νά πλέξη τις κάλτσες τοΰ γαμπρού καί τά τράγια βαμπακερά τσουράπια των πεθερικών της, αυτή νά πάη νά τούς σκουπίση τήν αυλή καί νά τή συγυρίση, ώς τήν αυλή όμως, γιατί μέσα στό σπίτι τοΰ άρραβωνιαστικοΰ της, δικαίωμα δέν είχε νά πατήση.. .Στό κατώφλιο τής πόρτας τοΰ σπιτιού θάπρεπε νά σταθή καί νά φωνάξη νά δώση είδηση δηλαδή, πώς τέλειωσε τή δουλειά της.Έκεΐ — στήν αύλή ·—έπρεπε νά σταθή καί νά ξεφορτωθή, να άποθέση άπ’ τή πλάτη της τή βαρέλα μέ τό νερό, πού άπ’ τή βρύση πρωΐ – βράδυ κουβαλούσε τό ζαλίκι της μέ τά ξύλα, τό σακκί μέ τό άλεσμα άπ’ τό μύλο, σάν τύχαινε νά μήν έχουν εύκαιρο καμμιά φορά τό φορτηγό τους ζώο, ζωντόβολο μουλάρι.Η πόρτα τοΰ σπιτιού τών πεθερικών της, γι’ αυτή ήτανε πάντα κλειστή.”Ως τήν αύλή καί μή παραπέρα. . . Μέσα στό σπίτι άστεφάνωτη, δικαίωμα δέν είχε νά πατήση ούτε καί στό διάδρομο νά προχωρήση. Σάν νά τής λέγανε «άλτ!» έως αυτού. ’Απαγορεύεται. . . Νόμος άγραφος — άρθρον πρώτον.«’Απαγορεύεται αύστηρώς καί έπί ποινή διαλύσεως τών άρραβώνων, είσοδος τής μνηστής εις τόν οίκον τοΰ μνηστή ρος».Έκεΐ λοιπόν — στήν αύλή — θάπρεπε νά ξεζαλικωθή —
να άποθέση δηλαδή άπ’ τή πλάτη της τό βαρύ ζαλίκι της — νά σφουγγίση ύστερα μέ τή ποδιά τό μαντήλι τόν ιδρώτα της να άνασάνη λιγάκι, καί κατόπιν νά δώση στό σπίτι τήν είδηση, νά παραλάβουν τό φορτίο της. Χωρίς κανένας άπ’ τό σπίτι βέβαια νά συγκινηθή καί νά τής πή: «’Ορίστε κόρη μου, κόπιασε μέσα νά πάρης ένα ποτήρι νερό καί νά ξαποστάσης λιγάκι», νά τής πούνε τούλάχιστον ένα εύχαριστώ, έστω καί στό πόδι νά τής προσφέρουν ένα γλυκό καί κάτι άλλο ένδειχτικό κάποιας τέλος πάντων άνθρωπιας, άν όχι αγάπης.Γιατί; γιατί άν τύχαινε νά τή φωνάξουν, έστω καί γιά τά μάτια νά περάση μέσα καί νά ξεγελαστή. . .στό σπίτι
τοΰ αρραβωνιαστικού της κάπου νά καθήση, σκάνδαλο μεγάλο καί φοβερό αμέσως εις βάρος της θά ξεσποΰσε καί σούσουρο θά γινότανε σε όλο τό χωριό.
Στό στάδιο λοιπόν αύτό τής μνηστείας της, τής δοκιμασίας της, όπως γιά τή κυριολεξία θάπρεπε νά πούμε,άρραβωνιασμένη κόρη έπρεπε νά δουλέψη. Έπρεπε νά
δουλέψη σκληρά γιά νά δείξη τήν άξιάδα της τή παστράδα της, τή σβελτάδα της καί τή νοικοκυρωσύνη της.Έπρεπε νά δουλέψη γιά νά δώση τή καλή εντύπωση τών προσόντων της στά πεθερικά της. Καί πάνω άπ’ όλα, έπρεπε μέ τήν άξιάδα της τή σβελτάδα καί τή προθυμία της, νά εύχαριστήση καί νά συγκινήση πιό πολύ τήν άπαιτητητική κι άνευχαρίστητη πάντα πεθερά της, πού τή παρακολουθούσε σε όλες τις δουλειές καί τις κινήσεις της καί τή βαθμολογούσε.Γιατί άλλοιώς, άν δηλαδή στεκόντανε μπόσικη—όπως λένε στή δουλειά της καί δέν έδειχνε τήν άξιάδα της όλη, μά καί τή γαλαντομία της επίσης στά πεθερικά της, άν καμμία φορά τύχαινε — σάν άνθρωπος κι αυτή — νά δυστροπίση καί τις δουλειές της λιγάκι νά παραμέληση, τότε, ε, τότε. . . πολλά εις βάρος της είχε να άκούση. . . όλο τόν εξάψαλμο τής κακογλωσσιάς. . .Σά τύχαινε δέ η πεθερά της νάναι καί καμμιά γυναίκα διεστραμμένη άπό κείνες τις άντροχωρίστρες δηλαδή νάναι κανένα κακορίζικο «λαδικό» άπό κείνα πού συχνά βλέπουμε νούμερα στις θεατρικές τών πόλεων επιθεωρήσεις, τότε, έ, τότε, ούαί κι άλλοίμονο γι’ αύτή. . .Ποιος είδε τό θεριό καί δέ φοβήθηκε; σαρράντα ποτάμια δεν θάτανε άρκετά γιά νά τή ξεπλύνουν.Άρχιζε κιόλας τή μουρμούρα της, τή γκρίνια καί τή φαγούρα της. Πρώτα μέσ’ τό σπίτι, γιά τή νύφη της. «’Η άνάξια η τεμπέλα» ’ ένα σωρό άλλα τιμητικά καί διακοσμητικά γιά τή νύφη της έπίθετα καί παραγκώμια. Τή μουρμούρα της αύτή καί τή γκρίνια της γιά τή νύφη — τήν άρραβωνιαστικιά τοΰ γυιοΰ της — δέ διστάζει νά τή βγάλη κι όξω άπ’ τό σπίτι της καί νά τή μεταφέρη κι άλλου. Στό στενό πρώτα περιβάλλον της κι ύστερα σιγά – σιγά καί στον ευρύτερο συγγενικό της κύκλο καί τελικά νά φτάση η γκρίνια της κι κακογλωσσιά γιά τή νύφη της καί στή γειτονιά, νά γένη κουβεντολόι καί κουτσομπολιό στό μαλαχά, χωρίς βέβαια να άφήνη ήσυχο καί τόν γυιό της, πού μέ τή φαγούρα της κάθε μέρα καί τή διαβολή της, φαρμάκωνε σιγά – σιγά τήν άγάπη καί τόν σεβντά του στήν άρραβωνιαστικιά του. Έτσι άναβε κι άπ’ τήν άλλη τοϋ κοριτσιού μεριά φωτιά, μέ άποτέλεσμα τή διάλυση τοΰ συνοικεσίου καί τής συμπεθεριάς.Βέβαια αύτές ήταν περιπτώσεις πού δέν άποτελοΰσανπάντα καί τόν κανόνα. Είχαν όμως όλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τών χαμηλών καί στενών άντιλήψεων πού κρατούσαν τότε στά χωριά — μά καί σήμερα άκόμα — καί τής νοοτροπίας γενικά τών άνθρώπων τής έποχής εκείνης τών σκοτεινών χρόνων τής τουρκοκρατίας, πού ώστόσο, σπέρματα και ύπολείμματα άπέμειναν άρκετά, σάν μιά κακή κληρονομιά, γιά νά μας θυμίζουν τά παληά έθίματα καί τή καταγωγή τους.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΕΝΑ
Λαογράφου – Σογγραφέως