Η στρίγγλα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μάνα και ένας πατέρας και είχαν τρία παιδιά, και τα τρία αγόρια. Επειδή όμως δεν είχαν κορίτσι, η μάνα παρακαλούσε μέρα και νύχτα τον Θεό να της δώσει ένα κορίτσι.Η ευχή της εισακούστηκε και ύστερα από κάμποσο καιρό γεννήθηκε ένα όμορφο κορίτσι, που ήταν όμως στρίγκλα(Στη λαική παράδοση αναφέρεται ώς Λάμια ή Λάμνια,η κάποιο μεταφυσικό θεριό). Η οικογένεια αυτή είχε πρόβατα, άλογα και πολλά άλλα ζωντανά.Το κορίτσι κάθε βράδυ μεταμορφωνόταν σε Λάμνια , πήγαινε στο στάβλο και έτρωγε από ένα πρόβατο. Τα πρόβατα λιγόστευαν και στο σπίτι άρχισαν να παραξενεύονται. Τι γίνονται άραγε τα ζωντανά μας; αναρωτιόντουσαν. Τα τρία αγόρια αποφασίσανε να πάνε στο στάβλο και να φυλάξουν καρτέρι για να πιάσουν τον κλέφτη. Πήγε πρώτα ο μεγάλος γιός και πήρε μαζί του το τόξο και τις σαΐτες του. Αλλά τη νύχτα τον πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε. Η κόρη κατέβηκε από την κούνια της, έγινε μεγάλη Λάμνια, πήγε στο στάβλο, έφαγε ένα πρόβατο και πάλι γύρισε στην κούνια της να κοιμηθεί. Ο αδερφός της το πρωί είδε πως έλειπε ένα πρόβατο ακόμα. Το άλλο βράδυ, πάει ο άλλος αδερφός να φυλάξει καρτέρι αποφασισμένος να πιάσει δίχως άλλο τον κλέφτη. Αλλά κι αυτός το ίδιο έπαθε. Αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει και η Λάμνια μπήκε στο στάβλο, έκανε τη δουλειά της κι έφυγε πάλι για την κούνια της. Την άλλη μέρα ο τρίτος αδερφός λέει: «Πήγατε κι οι δυο σας και δεν μπορέσατε να κάνετε τίποτα. Απόψε θα πάω εγώ και δεν πρόκειται να μου ξεφύγει ο κλέφτης, θα τον πιάσω ο Θεός να κατεβεί». Έφυγε αποφασισμένος να μη γυρίσει αν δεν πιάσει τον κλέφτη και πήγε στο στάβλο. Τη νύχτα, ενώ περίμενε κολλημένος στον τοίχο· του στάβλου κι ακίνητος, άκουσε ξαφνικά αντάρα μέσα στα πρόβατα και μια ανθρώπινη σκιά να μπαίνει ανάμεσά τους. Βάζει γρήγορα μια σαΐτα στο τόξο του, σημαδεύει και πετυχαίνει τον κλέφτη. Και τότε ο κλέφτης έφυγε. Ύστερα πάνω στη σαΐτα του είδε μαζί με αίματα ένα ανθρώπινο δάχτυλο. Κατάλαβε αμέσως πως ήταν της αδερφής του και πως αυτή δεν ήταν άνθρωπος αλλά Λάμνια. Αμέσως πηγαίνει στο σπίτι και λέει στον πατέρα και στη μάνα και στ’ αδέρφια του όλη την αλήθεια. Η αδερφή τους είναι Λάμνια κι αυτή τους τρώει τα πρόβατα, γι αυτό πρέπει να φύγουνε, γιατί όταν φάει όλα τα πρόβατα θα φάει κι αυτούς. Αυτοί όμως απάντησαν πως δεν μπορούν να φύγουν και ν’ αφήσουν το νοικοκυριό τους έρημο και σκοτεινό, θα καθήσουν στο σπίτι τους κι ας τους φάει η Λάμνια. «Καλά», είπε ο μικρότερος αδερφός, «εγώ θα φύγω για να σωθώ, αν θέλετε κι εσείς να σωθείτε, ελάτε μαζί μου». Έφυγε τότε αυτός και πήρε μαζί του τα τρία σκυλιά που ήταν φύλακες του σπιτιού τους, Ασλάνι*, Καπλάνι** και το Ορφανό***. Στο δρόμο κουράστηκε και σταμάτησε σε μια βρύση, ήπιε νερό και έφαγε λίγες ελιές που είχε μαζί του και πέταξε τα κουκούτσια.Αυτά έγιναν αμέσως τρία μεγάλα κυπαρίσσια το ένα κοντά στο άλλο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και ο μικρός γιος πεθύμησε κάποια μέρα να γυρίσει στο σπιτικό του, να δει τέλος πάντων τι απέγιναν οι δικοί του. Καβάλησε λοιπόν το άλογό του και πάει. Από μακριά είδε το σπίτι του έρημο, και τη Λάμνια πάνω στην ταράτσα.Κατάλαβε τότε ο αδερφός της πως τους είχε φάει όλους και δεν μπορούσε να ξεφύγει, γι’ αυτό αποφάσισε να προχωρήσει κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Προχώρησε κι έφτασε στο σπίτι του. Η Λάμνια τον καλοδέχτηκε και του είπε: «Άντε, αδερφέα μου, πάνε στο σπίτι κι εγώ θα πάω να αχιουρήσω το άλογο». Ανέβηκε αυτός πάνω κι η Λάμνια πήγε στο στάβλο, έφαγε το ένα ποδάρι του αλόγου και σε λίγο ανέβηκε και του λέει: «Αδερφέ μου, πόσα ποδάρια είχε το άλογό σου;» «Τέσσερα», αποκρίθηκε ο αδερφός. «Όχι, αδερφέ μου, τρία είχε», λέει εκείνη. «Α! ναι, τρία είχε», λέει αυτός που κατάλαβε πως το ένα το έφαγε η Λάμνια. Πέρασε κάμποση ώρα κι η Λάμνια πήγε πάλι να αχιουρήσει το άλογο κι έφαγε και το άλλο ποδάρι. Σαν γύρισε ρώτησε πάλι: «Αδερφέ μου, πόσα ποδάρια είχε το άλογό σου;» «Τρία», ειπε αυτός. «Όχι, αδερφέ μου», ξανάπε εκείνη, «δύο είχε». «Α! ναι, καλά λες, δύο είχε», είπε πάλι εκείνος. Υστερα από λίγη ώρα η Λάμνια πήγε πάλι να αχιουρήσει το άλογο. Αυτή τη φορά όμως άργησε να γυρίσει και ο αδερφός της περίμενε πάνω στο σπίτι και η καρδιά του έτρεμε. Τότε ένας ποντικός πετάχτηκε πίσω από μια κασέλα και του είπε: «Δυστυχισμένε αδερφέ, τι κάθεσαι; η Λάμνια τρώει το άλογο τώρα και σε λίγο θα γυρίσει να φάει κι εσένα. Γι’ αυτό βγάλε το παντελόνι σου, γέμισε το με στάχτη, κρέμασ’ το στην παραστιά και φύγε για να γλιτώσεις». Τότε σηκώθηκε αυτός και έκανε όπως του είπε ο ποντικός. Έρχεται η Λάμνια, ψάχνει εδώ, ψάχνει εκεί να βρει τον αδερφό της, τίποτε. Κοιτάζει στην παραστιά, βλέπει το παντελόνι με τη στάχτη και ρίχνει μια πηδιά να το φτάσει.Με το χαμ που έκοψε και άνοιξε το στόμα γέμισε με στάχτη όλη. «Με ξεγέλασες με ρούχο», είπε, «θα σε βρω, πού θα μου πας». Τινάχτηκε γρήγορα και βγαίνει έξω και το βάζει στα πόδια. Τρέχει και τον φτάνει. Τότε εκείνος ανέβηκε πάνω σ’ ένα από τα τρία κυπαρίσσια, πήγε εκείνη από κάτω κι άρχισε να τρώει το κυπαρίσσι για να το σπάσει. Τότε αυτός πηδάει στο δεύτερο αλλά κι εκείνο άρχισε να το τρώει. Τότε κι αυτός πέρασε στο τρίτο. Πήγε πάλι η Λάμνια κάτω απ’ αυτό κι άρχισε να το τρώει. Τότε και ο αδερφός, που έβλεπε πως δεν μπορούσε να σωθεί, θυμήθηκε τα τρία σκυλιά του και φώναξε: «Ασλάνι, Καπλάνι, Ορφανό!» Άκουσε το Ορφανό και είπε στα άλλα: «Βρε σεις, φωνάζει το αφεντικό μας». «Άντε καημένο, εμείς δεν το ακούσαμε και το άκουσες εσύ με τα μικρά αυτιά;» «Ασλάνι, Καπλάνι,Ορφανό!» ακούστηκε πάλι η φωνή. «Βρε, φωνάζει το αφεντικό μας», είπε πάλι το Ορφανό. «Καλά λες», είπαν και τα άλλα που τώρα άκουσαν. Τρέχουν λοιπόν και τα τρία γραμμή στα κυπαρίσσια. Η Λάμνια, που άκουσε να φωνάζει τα ζωντανά ο αδερφός της από πάνω από το κυπαρίσσι, έγινε αμέσως ένας μύρμηγκας και τρύπωσε κάτω από μια πέτρα. Σαν έφτασαν τα τρία ζώα το αφεντικό τους τους είπε: «Πέτρες, ξύλα, χορτάρια, χώματα, ό,τι βρείτε από κάτω φάτε τα όλα». Τα έφαγαν αυτά και μαζί έφαγαν και τη Λάμνια. Κατέβηκε τότε αυτός κάτω και τους λέει: «Ξεράστε τα τώρα». Αφού τα ξέρασαν τα πήρε και τα τρία και πήγε να ζήσει ήσυχος στο σπίτι του πατέρα του.