Και καλό να κάνεις τον μπελά σου θα βρείς

Γράφει ο Ιωαν. Βησσαρ. Φωτάκης
Από ότι θυμάμαι από μικρό παιδάκι ηλικίας οκτώ ετών τότε που το φθινόπωρο θα πήγαινα εις το σχολείο είχε συμβεί το εξής παράξενο και λυπητερό πράγμα.Καλοκαίρι περίπου το 1929 της μεσημεριανές ώρες επέστρεφα σαν μικρό παιδάκι που έπαιζα και τρέχαμε παρέα με τ’ άλλα τα συνομήλικα παιδάκια στο ραφείο του γαμπρού μου από μιλαδερφή για να τον δω και μετά να πηγαίνω στο σπίτι για μεσημεριανό φαγητό, με αυτόν είχα μεγάλη και καλή οικειότητα και κουβεντολόι.Μόλις μπήκα αμέριμνος στον πρώην στάβλο που άλλοτες τον χρησιμοποιούσαν δια την διαμονή και τάισμα μεγάλων ζώων με τα παχνιά τους ακόμη αχάλαγα. Και από εκεί να κατευθυνθώ στο ραφείο του γαμπρού μας ακούω εκείνη τη στιγμή κάτι παράξενα βογγητά, κοιτάω καλά και βλέπω κρεμασμένο τον παππού μου
δηλαδή τον πατέρα του μητριού μου που άλλοτες ήταν καταστηματάρχης και διαχειριστής σε όλα εκείνα τα οικήματα δια να φιλοξενεί και να διανυκτερεύει όλοςεκείνος ο κόσμος που έρχονταν με τα μουλάρια από τα μακρινά ορεινά χωριά του Μουζακίου και της Πύλης να πουλήσουν την άλλη ημέρα στα Τρίκαλα τα ζώα τους και ότι άλλο εμπόρευμα είχαν για να αγοράσουν τα τρόφιμά τους για τα σπίτια τους ή και για τα μαγαζιά τους, που διατηρούσαν ορισμένοι στα χωριά τους,ήταν το μοναδικό Πανδοχείο του Σπαθουγιώργου στη Μεγάλη Πουλιάνα, σημερινή Πηγή, και το μοναδικό για αυτούς τους ανθρώπους με τρία κανονικά καθαρά δωμάτια για ύπνο και μια κουζίνα εάν κάποιοι θέλανε κάτι πρόχειρο να φάνε το φτιάχνανε. Εκεί όπως ομολογούσε και μας διηγούνταν ο παππούς είχαν φιλοξενηθεί
παλιά αρματολοί και κλέφτες όπως ο κλέφτης ο Γιανκούλας Μπαμπάνης και ο περιβόητος έξυπνος και πονηρός ξακουστός στην περιοχή μας για της αποδράσεις ο Τζαντζιάς και άλλοι. Τον Τζιαντζιά κάπου τον έπιασε η χωροφυλακή τότε και την νύχτα κοιμηθήκανε σε ένα ψηλό σπίτι. Τον Τζιαντζιά τον κλειδώσανε στο διπλανό δωμάτιο και αυτοί οι χωροφύλακες κοιμηθήκανε στο άλλο δίπλα ήσυχοι και ικανοποιημένοι, που κατόρθωσαν και έπιασαν έναν από τους πιο σεσημασμένους και πονηρούς κλέφτες, αλλά ο κλέφτης στο δωμάτιο που έμενε ήταν μία ομπρέλα, ανοίγει το παράθυρο και την ομπρέλα την έκανε αλεξίπτωτο πέφτει στο κενό δίχως να πάθει το παραμικρό και εξαφανίστηκε μες της νύχτας το σκοτάδι.Τώρα ας επανέλθω στον κρεμασμένο γέρο. Μόλις άκουσα το βογγητό και τον είδα κρεμασμένο τρέχω γρήγορα στον γαμπρό μας τον Δημήτριο Ντίνο τον Ραύτη πηγαίνουμε γρήγορα τον πιάνει αγκαλιά τον σηκώνει λίγο ήταν γερό παλικάρι και εγώ επάνω στο παχνί του βγάζω τη θηλιά από το λαιμό και ο γέρος έζησε αλλά για μένα η ζωή μου ήταν μαρτυρική και επικίνδυνη, όταν με έβλεπε διότι καθόταν συνεχώς έξω στην πόρτα του σπιτιού και μου πετούσε το χοντρό και βαρύ μπαστούνι να με σκοτώσει ή και να με τραυματίσει διότι τον γλίτωσα από βέβαιο θάνατο και δεν τον άφησα να ολοκληρώσει την ποθητή προσπάθεια και επιθυμία του.Και όταν αργότερα τον έλεγε ο πατέρας μου γιατί το έκανες αυτό και τι σου φταίει το παιδάκι και η απάντησή του ήταν ότι δεν θέλω να χαζέψω και να καταντήσω σαν το Μήτρο τον Χαρ…Αλλά αυτό το κακό και το άγριο κυνηγητό που διέτρεχα από το γέρο φανταλιάρη δεν διήρκησε για πολύ διάστημα διότι μετά από τρείς ή τέσσερεις εβδομάδες ξανά κρεμάστηκε στον άλλο στάβλο του άλλου σπιτιού μας και έτσι πραγματοποίησε την πολυπόθητη επιθυμία που είχε διότι πίστευε ότι θα τρελαίνονταν και αυτός
όπως κάποιος άλλος γέρος συγχωριανός του είχε τρελαθεί και τα μικρά παιδιά του πετάγανε πέτρες στους δρόμους του χωριού που χαζοπερπατούσε. Ήταν περήφανος εγωιστής γέρος, ξακουστός στην περιοχή μας με το γνωστό και μεγάλο όνομα Σπαθογιώργος σε όλα τα ορεινά χωριά της περιοχής Μουζακίου και Πύλης, τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν σαν άτομο και σαν επαγγελματία, ήταν καλός, αγαπητός και πρόσχαρος. Γι’ αυτόν τον λόγο έδωσε τέρμα στη ζωή του και έτσι απαλλάχτηκα και εγώ από το επικίνδυνο καθημερινό κυνηγητό, γύριζα από το σχολείο και δεν τολμούσα να μπω μέσα στο σπίτι από την μεγάλη κακοδαιμονία που είχε εναντίον μου.