Νυφοδιαλέγματα-Προξενιό

Τα κορίτσια που ήταν σε ηλικία γάμου (περίπου 20-25 χρονών)
φορούσανε τα «άσπρα», μια στολή πιο απλή από τη νυφιάτικη και βγαίνανε
στο σεργιάνι.
Το «Σεργιάνι» γινόταν τις γιορτινές μέρες των Φώτων, των Απόκρεων ,
του Πάσχα, και στα πανηγύρια. Τα κορίτσια βγαίνανε στο σεργιάνι την
Κυριακή το πρωί μετά την εκκλησία, και συνέχιζαν το απόγευμα της ίδιας
μέρας. Στο προαύλιο της εκκλησίας ή στην πλατεία τα κορίτσια και οι
νιόπαντρες γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν περπατητά και καμαρωτά.
Εκεί ο πατέρας που είχε αγόρι για παντρειά διάλεγε τη νύφη και έστελνε
προξενιό.
Παρακάτω αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά τραγούδια, από το σεργιάνι :
Ήρθε η λαμπρή κι Πασχαλιά
Και το Χριστός Ανέστη
Αλλάζουν μάνες τα παιδιά
Και πεθερές τις νύφες
Αλλάζει και μένα μάνα μου
Ανθεί και το λουλούδι
Αλλάζουν μάνες τα παιδιά
Και πεθερές τις νύφες
Θέλουν να παν στην εκκλησιά
Να πάνε στο σεργιάνι.
Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη
Τώρα είναι το καλοκαίρι
Τώρα ξεστένουν τα μαντριά
Και στένουν τα τσαρδάκια
Πάει συ Γεράκου στο μαντρί.
Πάει συ να παρ’ς το γάλα
Και τον τσομπάνο φώναξε.
Κράξε τσομπάνη μ’ τα σκυλιά
Να μη μη χύσ’ν το γάλα
Και με λερώσουν το σαϊά
Και τη χρυσή ποδιά μου.
3. Μαλάμω με τα χαϊμαλιά
Και με τα ασημοζούναρα
Σαν πας Μαλάμω μ’ για νερό
Εγώ στη βρύση καρτερώ
Να σε θολώσω το νερό
Να σε τσακίσω το σταμνί
Να πας στη μάνα σ’ αδειανή
Κι αν σε ρωτήσει η μάνα σου
Μαλάμω μ’ πού ‘ναι η στάμνα σου
Μάνα μ’ παραπάτησα
Κι έπεσα και την τσάκισα.
Ο προξενητής πήγαινε στο σπίτι της νύφης και ζητούσε την κοπέλα. Όταν ο
πατέρας συμφωνούσε να δώσει την κόρη του, ζητούσε από τον υποψήφιο
γαμπρό ένα χρηματικό ποσό. Αυτό το χρηματικό ποσό το έλεγαν «Γαρλίκι».Το
Γαρλίκι δινόταν προπολεμικά και είχε άμεση σχέση με την ωραιότητα της νύφης
ή την οικονομική άνεση της οικογένειας. Μεταπολεμικά τα πράγματα άλλαξαν.
Ο πατέρας για να παντρέψει την κόρη του έπρεπε να δώσει στο γαμπρό προίκα.
Έδινε στο γαμπρό χωράφια, πρόβατα, γελάδια και χρυσές λίρες. Αν τα έβρισκαν
στην προίκα ο προξενητής έφευγε και πήγαινε στον πατέρα του παιδιού να το
ανακοινώσει. Η κοπέλα δεν είχε γνώμη, γιατί ο πατέρας αποφάσιζε σε ποιόν θα
τη δώσει. Ο προξενητής έπαιρνε μαζί του ένα κομμάτι από τη φορεσιά της νύφης,
συνήθως τον «Σαϊά»,σαν σημάδι ότι το προξενιό έκλεισε και το πήγαινε στο σπίτι
του γαμπρού. Λίγο πριν φύγει ο προξενητής εμφανιζόταν και η νύφη. Τους
πρόσφερε από ένα ποτηράκι τσίπουρο για το «καλό». Ο προξενητής έλεγε το
παρακάτω δημοτικό τραγούδι.
Ποιος ήταν ο προξενητής
Ποιος έφαε κανέλα
Κι αντάμωσι αυτοί τσι δυό
Αϊτό κι περιστέρα.
Να ζήσουν χρόνια εκατό
Να ασπρίσουν να γεράσουν
Να κάνουν γιους μαλάματα
Κι γιους μαργαριτάρια
Το ένα να γένει λοχαγός
Κι τα’ άλλο επιλοχίας.
Στη συνέχεια ο πατέρας του γαμπρού με δυο – τρεις συγγενείς και τον
προξενητή πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Εκεί οι συμπέθεροι τα συζητούσαν και
έδιναν τα χέρια. «Έδωναν λόγο» όπως έλεγαν οι Καραγκούνηδες. Δεν
υπέγραφαν σχετικά χαρτιά για δέσμευση. Εκεί η νύφη τους κερνούσε τσίπουρο,
έπιναν στην υγεία των νέων και από εκείνη τη στιγμή οι δύο νέοι ήταν
αρραβωνιασμένοι. Για το σπουδαίο και ευχάριστο γεγονός ντουφεκούσαν για να
μαθευτεί στο χωριό. Προπολεμικά αρραβώνιαζαν τα παιδιά τους χωρίς αυτά να
εκφράζουν τη θέλησή τους και χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους. Συνήθως ο
γαμπρός ενημερωνόταν για τον αρραβώνα του την επόμενη μέρα και δεν
μπορούσε να φέρει αντίδραση στην απόφαση του πατέρα του.