Οι καραγκούνηδες

Οι Καραγκούνηδες είναι αυτόχθονες
κάτοικοι του Θεσσαλικού κάμπου, πάνω από 3.000 χρόνια. Έζησαν σ΄ αυτό το
χωροταξικό διαμέρισμα και προσαρμόστηκαν πλήρως στις βαριές και δύσκολες
κλιματολογικές συνθήκες. Οι Καραγκούνηδες του Θεσσαλικού κάμπου
αποτελούσαν μια δική τους κλειστή κοινωνία και λειτουργούσαν ως μια δυναμική
οντότητα μέσα στα γενικότερα πλαίσια του Ελλαδικού χώρου, έστω και κάτω από
ξένο κατακτητή. Αποτελούν τη συνέχεια από τους δοξασμένους λαούς της
αρχαιότητας, δηλαδή τους Αιολείς, τους Μυρμιδώνες, τους Πελασγούς και
Αχαιούς, τους Ίωνες, τους λεγόμενους μενέστες και πενέστες.

Για την προέλευση του ονόματος Καραγκούνηδες υπάρχουν
πολλές εκδοχές. Θα αναφέρω μερικές από αυτές : α)Η λέξη Καραγκούνης είναι
σύνθετη και αποτελείται από δύο λέξεις καθαρά ελληνικές, «κάρα», που σημαίνει
κεφαλή και «κινώ» (κουνώ το κεφάλι).Η συνεννόηση με τους συνανθρώπους
τους, γινόταν όχι μόνο με το πλούσιο λεξιλόγιο αλλά και με το κούνημα του
κεφαλιού και των χεριών, έστω κι αν αυτή η συμπεριφορά αποτελούσε
μειονέκτημα στα μάτια των άλλων. β) Η λέξη Καραγκούνης προέρχεται από
συνδυασμό τούρκικων λέξεων.
«Καραγιουνάν», σύνθετη λέξη από το «Καρά» που σημαίνει μαύρο και
«γιουνάν» που σημαίνει Ίωνας, δηλαδή ο σκλαβωμένος Έλληνας.
«Καραγούν» που σημαίνει μελανοδίφτερος, από τα μελανά ενδύματα ή μαύρα
ενδύματα προς διάκριση από τους Εβραίους που φορούσαν κίτρινα ενδύματα,
έπειτα από διαταγή της Τουρκικής Κυβέρνησης.
«Καρακούν» που σημαίνει μαύρη άμμος, επειδή στη Θεσσαλία το χώμα κατά τα
¾ είναι μαύρο.
γ) Μία τρίτη εκδοχή λέει ότι η λέξη Καραγκούνης προέρχεται από την τουρκική
λέξη «κάρα» που σημαίνει μαύρος και την αλβανική «γκουν» που σημαίνει
ένδυμα. Η αλβανική «γκουν» και η ελληνική «σεγκούνι» προέρχονται πιθανόν
από τη λατινική «σαγκούμ» που θα πει επανωφόρι.
Από τις τρεις εκδοχές που αναφέραμε, επικρατέστερη άποψη είναι η ελληνική με
τις δύο λέξεις «καρά» και «κινώ», σε συνδυασμό και με τη βαριά μαύρη
ενδυμασία λόγω των δυσχερών κλιματολογικών συνθηκών. Άλλωστε οι
Καραγκούνηδες χρησιμοποιούν τη λέξη «κάρα», «καράπι», και «καρακούκλα»
προκειμένου να ονομάσουν την ανθρώπινη κεφαλή, στην καθημερινή τους
ομιλία.
Βέβαια τους πολλούς δεν τους ενδιαφέρει από πού προέρχεται η λέξη
Καραγκούνης. Για την καταγωγή τους όμως όχι μόνο δεν ντρέπονται αλλά
υπερηφανεύονται γι’ αυτή, και δεν έχουν τίποτα άλλο να ζηλέψουν από τα άλλα
ελληνικά φύλα. Σήμερα οι Καραγκούνηδες διαπρέπουν σε όλους τους τομείς του
τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού. Είναι άνθρωποι εργατικοί, φιλότιμοι,
υπερήφανοι, φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, μπεσαλίδες, φιλοπάτριδες, καλοί
οικογενειάρχες και θεοφοβούμενοι. Γι’ αυτό βλέπουμε σε όλες τις εκδηλώσεις της
ζωής να ζητούν τη βοήθεια του Θεού.
Όπου σταθούν και όπου βρεθούν τραγουδούν και χορεύουν με πάθος τον
τοπικό τους ύμνο: «Την Καραγκούνα την Σβαρνιάρα»

Καραγκούνα πάει στη βρύση
με τον άνδρα τς τον δερβίση.
Καραγκούνα πάει στη βρύση
τη βαρέλα να γιομίσει.
Άιντε καραγκούνα, καραγκούνα
άιντε με σαϊά και με σεγκούνα.
Γκούνα, γκούνα, γκούνα, Καραγκούνα.
Άιντε Καραγκούνα, γεια σ’βρε Καραγκούνα,
άιντε σένα πρε- σένα πρέπουν τα σεγκούνια.
Άιντε μαύρα μάτια και μεγάλα,
άιντε ζυμωμένα, Καραγκούνα μ’με το γάλα.
Κι αμ πώς δα, κι αμ τι δα, στο παραθύρι σ’ είδα.
Κι αμ πώς δα, κι αμ τι δα, σε γέλασα , σε πήρα.
Άιντε πέρασ’ένα καλοκαίρι,
άιντε και δε μου ‘στειλες χαμπέρι
άιντε τι χαμπέρι να σε στείλω,
που ‘πιασες καινούριο φίλο.
Κι αμ πώς δα, κι αμ τι δα, την προκοπή σου είδα.
Κι αμ πώς δα, κι αμ τι δα, κάνα καλό δεν είδα.

Συγγραφέας

Γκαδρής, Αθανάσιος

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.